βουλευτοκρατούμαι — κυριαρχούμαι, εξουσιάζομαι από τους βουλευτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδροκρατούμαι — [ανδροκρατία] κυριαρχούμαι από άνδρες … Dictionary of Greek
ξενοκρατούμαι — (Α ξενοκρατοῡμαι, έομαι) νεοελλ. (για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους αρχ. βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαο κρατούμαι] … Dictionary of Greek
διαπνέομαι — βλ. πίν. 43 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: διαπνέομαι : σε ορισμένα λεξικά απαντάται και στην ενεργητική φωνή διαπνέω → (για άνεμο) πνέω διαμέσου ή (μεταφορικά) εμπνέω (τον διαπνέει φιλοπατρία). Περισσότερο συνηθισμένη στα σύγχρονα… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γυναικοκρατούμαι — γυναικοκρατήθηκα, κυριαρχούμαι από τις γυναίκες: Ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές γυναικοκρατούνται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπνέω — ενέπνευσα και έμπνευσα, εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος, μτβ. και αμτβ. 1. μτφ., βάζω σε κάποιον (σαν με πνοή) ιδέα, γνώμη, επιθυμία κτλ.: Τες εμάζωξε της ελευθεριάς ο έρως και τας έμπνευσε χορό (Δ. Σολωμός). 2. γεννώ στη φαντασία κάποιου λογοτεχνική,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)