κυριαρχούμαι

κυριαρχούμαι
κυριαρχούμαι βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————
Σημειώσεις:
κυριαρχούμαι : σπάνια η παθητική φωνή, με την έννοια είμαι κυριευμένος από κάτι (κυρίως για έντονες συναισθηματικές καταστάσεις).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουλευτοκρατούμαι — κυριαρχούμαι, εξουσιάζομαι από τους βουλευτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανδροκρατούμαι — [ανδροκρατία] κυριαρχούμαι από άνδρες …   Dictionary of Greek

  • ξενοκρατούμαι — (Α ξενοκρατοῡμαι, έομαι) νεοελλ. (για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους αρχ. βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαο κρατούμαι] …   Dictionary of Greek

  • διαπνέομαι — βλ. πίν. 43 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: διαπνέομαι : σε ορισμένα λεξικά απαντάται και στην ενεργητική φωνή διαπνέω → (για άνεμο) πνέω διαμέσου ή (μεταφορικά) εμπνέω (τον διαπνέει φιλοπατρία). Περισσότερο συνηθισμένη στα σύγχρονα… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυναικοκρατούμαι — γυναικοκρατήθηκα, κυριαρχούμαι από τις γυναίκες: Ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές γυναικοκρατούνται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπνέω — ενέπνευσα και έμπνευσα, εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος, μτβ. και αμτβ. 1. μτφ., βάζω σε κάποιον (σαν με πνοή) ιδέα, γνώμη, επιθυμία κτλ.: Τες εμάζωξε της ελευθεριάς ο έρως και τας έμπνευσε χορό (Δ. Σολωμός). 2. γεννώ στη φαντασία κάποιου λογοτεχνική,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”